δυσπερίγραφος

δυσπερίγραφος
και δυσπερίγραπτος, -η, -ο
(Α δυσπερίγραφος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δύσκολα περιγράφεται
αρχ.
αυτός τον οποίο δύσκολα πραγματεύεται κανείς περιεκτικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δυσπερίγραφος — hard to treat comprehensively masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”